μαλλίτικος
(επίθ.)
μαλλίτικο
[maʹlitiko]
Φλογ.
μαλλίτικου
[maˈlitiku]
Μισθ., Φλογ.
Από το μεσν. επίθ. μαλλιτικός > νεότ. μαλλίτικος (Λεξ. Σομ.). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. και παλαιότ. λεξικά.