ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαλλίτικος (επίθ.) μαλλίτικο [maʹlitiko] Φλογ. μαλλίτικου [maˈlitiku] Μισθ., Φλογ. Από το μεσν. επίθ. μαλλιτικός > νεότ. μαλλίτικος (Λεξ. Σομ.). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. και παλαιότ. λεξικά.
Μάλλινος ό.π.τ. : Πλέχου μαλλίτικα μπιόρτσ̑α (πλέκω μάλλινες κάλτσες) Μισθ. -Κοτσαν. Φόρουναμ' μακριά μαλλίτικα βρα̈τσ̑ά (Φορούσαμε μακριά μάλλινα εσώρουχα) Μισθ. -Κοτσαν. Συνών. μάλλινος, μαλλιώνας, σαλώνα