μαλλίτικος
(επίθ.)
μαλλίτικο
[maˈlitiko]
Φλογ.
μαλλίτικου
[maˈlitiku]
Μισθ., Φλογ.
Από το μεσν. επίθ. μαλλιτικός > νεότ. μαλλίτικος (Λεξ. Σομ.). Η λ. σε πολλά ν.ε. ιδιώμ. και παλαιότ. λεξικά.
Μάλλινος
ό.π.τ.
:
Πλέχου μαλλίτικα μπιόρτσ̑α
(πλέκω μάλλινες κάλτσες)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Φόρουναμ' μακριά μαλλίτικα βρα̈τσ̑ά
(Φορούσαμε μακριά μάλλινα εσώρουχα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
μάλλινος :1, μαλλιώνας, σαλώνα