μαλτέζι
(ουσ. ουδ.)
μαλτέζι
[malˈtezi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. maltız = ποικιλία οικόσιτης κατσίκας, που είναι πολύ γνωστή γιατί γεννά δίδυμα (< ιταλ. επίθ. maltese).
Είδος κατσίκας που γεννά δίδυμα