μαλτέζι
(ουσ. ουδ.)
μαλτέζι
[malˈtezi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. maltız (keçisi) = ποικιλία οικόσιτης κατσίκας, γνωστή για το ότι γεννά δίδυμα (< ιταλ. επίθ. maltese).
Είδος κατσίκας που γεννά δίδυμα
Τροποποιήθηκε: 21/08/2025