μαλλιομαδίζομαι
(ρ.)
μαλλιομαγίζουμαι
[maʎomaˈʝizume]
Αξ.
Από το ουσ. μαλλί και το ρ. μαδώ όπου και τύπ. μαγίζουμαι, με συνδετ. φωνήεν -ο-.
Μαλλιοτραβιέμαι.