ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαλάχι (ουσ. ουδ.) μαλάχ̇ι [maˈlaxi] Τσουχούρ. π͑αλάχ̇ι [pʰaˈlaxi] Αφσάρ., Φάρασ. παλάχ' [paˈlax] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. malak (Redhouse) = το μικρό του βουβαλιού (< παλαιότ. τουρκ. balak), όπου και διαλεκτ. τύπ. palak, malah (THADS, λ. malah II, palak III, Eren 1999: λ. malak, balak).
Το μικρό του βουβαλιού ό.π.τ.