μαλάχι
(ουσ. ουδ.)
μαλάχ̇ι
[maˈlaxi]
Τσουχούρ.
π͑αλάχ̇ι
[pʰaˈlaxi]
Αφσάρ., Φάρασ.
παλάχ'
[paˈlax]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. malak (Redhouse) = το μικρό του βουβαλιού (< παλαιότ. τουρκ. balak), όπου και διαλεκτ. τύπ. palak, malah (THADS, λ. malah II, palak III, Eren 1999: λ. malak, balak).
Το μικρό του βουβαλιού
ό.π.τ.