μαλάς
(ουσ. αρσ.)
μαλάς
[maˈlas]
Μισθ., Σινασσ., Φλογ.
Aπό το τουρκ. (< περσ.) ουσ. mala = μυστρί.
Mυστρί
ό.π.τ.
:
Ένα μάστορα για να χτίσ’ πρεπούτονε να έχ’ παλτά, αξινάρ’, σκεπάρ’, τσ̑ακούσ̑’, φτυάρ’, μαλά, και τ’ αγκώνα για να μετράει
(Ένας μάστορας για να χτίσει έπρεπε να έχει τσεκούρι, αξινάρι, σκεπάρνι, σφυρί, μυστρί και τον πήχυ για να μετράει)
Φλογ.
-ΚΜΣ-ΚΠ191