μαλαγματένιος
(επίθ.)
μαλαγματένιο
[malaɣmaˈteɲo]
Σινασσ.
Μεσν. επίθ. μαλαγματένιος από το ουσ. μάλαγμα και το παραγωγ. επίθμ. -ένιος.
Μαλαματένιος, χρυσός· η λ. μόνο σε άσμ.
:
|| Ασμ.
Μαλαγματένιο εργαλειός κι ελεφαντένιο κτένι
κι ένα κορμί ανgελικό κάθεται και υφαίνει
((Χρυσός αργαλειός και κτένι από ελαφαντόδοντο και μιά γυναίκα με όμορφο κορμί κάθεται και υφαίνει)) Σινασσ. -Ρίζ. Νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, μέρα το καλλιγώνει,
βάζ’ ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαγματένια (Νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, μέρα το πεταλώνει
βάζει ασημένια πέταλα, καρφιά χρυσά) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αλτουνένι, μαλαματιώνας, φλουριώνας, χρυσός, χρυσώνας
κι ένα κορμί ανgελικό κάθεται και υφαίνει
((Χρυσός αργαλειός και κτένι από ελαφαντόδοντο και μιά γυναίκα με όμορφο κορμί κάθεται και υφαίνει)) Σινασσ. -Ρίζ. Νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, μέρα το καλλιγώνει,
βάζ’ ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαγματένια (Νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, μέρα το πεταλώνει
βάζει ασημένια πέταλα, καρφιά χρυσά) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αλτουνένι, μαλαματιώνας, φλουριώνας, χρυσός, χρυσώνας