ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαλαγματένιος (επίθ.) μαλαγματένιο [malaɣmaˈteɲo] Σινασσ. Μεσν. επίθ. μαλαγματένιος από το ουσ. μάλαγμα και το παραγωγ. επίθμ. -ένιος.
Μαλαματένιος, χρυσός· η λ. μόνο σε άσμ. : || Ασμ. Μαλαγματένιο εργαλειός κι ελεφαντένιο κτένι
κι ένα κορμί ανgελικό κάθεται και υφαίνει
((Χρυσός αργαλειός και κτένι από ελαφαντόδοντο και μιά γυναίκα με όμορφο κορμί κάθεται και υφαίνει)) Σινασσ. -Ρίζ.
Νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, μέρα το καλλιγώνει,
βάζ’ ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαγματένια
(Νύχτα σελλώνει τ’ άλογο, μέρα το πεταλώνει
βάζει ασημένια πέταλα, καρφιά χρυσά)
Σινασσ. -Αρχέλ.
Συνών. αλτουνένι, μαλαματιώνας, φλουριώνας, χρυσός, χρυσώνας