μακρύσλαϊ
(επίρρ.)
μακρύσλαϊ
[maˈkrislai]
Μισθ.
Από το επίθ. μακρύς και το ουσ. αλλάγι.
Πβ.
δεξιάλλαϊ
Κατά μήκος