ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μακινατζής (ουσ. αρσ.) μακινατζ̑ής [macinaˈdʒis] Φάρασ. μάκιναdζη [ˈmacinadzi] Φλογ. Από το τουρκ. ουσ. makineci = χειριστής μηχανής.
1. Χειριστής μηχανής-μηχανήματος ό.π.τ.
2. Ειδικότ., οδηγός αυτοκινήτου Φλογ. : Τράν'σαμε ένα μικρό οτομομπίλε, και μέση τ' είχεν τρία ανθρώπ' κι ένα μάκιναdζη (Είδαμε ένα μικρό αυτοκίνητο, και μέσα είχε τρεις ανθρώπους και έναν οδηγό) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β