μακινατζής
(ουσ. αρσ.)
μακινατζ̑ής
[macinaˈdʒis]
Φάρασ.
μάκιναdζη
[ˈmacinadzi]
Φλογ.
Από το τουρκ. ουσ. makineci = χειριστής μηχανής.
1. Χειριστής μηχανής-μηχανήματος
ό.π.τ.
2. Ειδικότ., οδηγός αυτοκινήτου
Φλογ.
:
Τράν'σαμε ένα μικρό οτομομπίλε, και μέση τ' είχεν τρία ανθρώπ' κι ένα μάκιναdζη
(Είδαμε ένα μικρό αυτοκίνητο, και μέσα είχε τρεις ανθρώπους και έναν οδηγό)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β