μακαρτώνω
(ρ.)
μακαρτώνω
[makarˈtono]
Ανακ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ.
μακαρντώνω
[makarˈdono]
Σινασσ.
Μτχ.
μακαρτωμένο
[makartoˈmeno]
Φάρασ., Φκόσ.
μαρκατωμένο
[markatoˈmeno]
Φκόσ.
Από το ουσ. μακάρτι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω. Η λ. και Πόντ.
Προσθέτω πυτιά στο γάλα
ό.π.τ.
:
Μακαρτωμένο γα
(Γάλα στο οπoίο έχουν ρίξει πυτιά, γιαούρτι)
Φάρασ.
-Καρολ.
Φερείνκεν αλείμματα, φερείνκεν γάτε, μακαρτωμένο γα, περντίτσ̑ι, ’αγοί
(Έφερνε βούτυρα, έφερνε γάλατα, γιαούρτι, πέρδικες, λαγούς)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.