ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μακαρτώνω (ρ.) μακαρτώνω [makarˈtono] Ανακ., Σινασσ., Φάρασ., Φκόσ., Φλογ. μακαρντώνω [makarˈdono] Σινασσ. Μτχ. μακαρτωμένο [makartoˈmeno] Φάρασ., Φκόσ. μαρκατωμένο [markatoˈmeno] Φκόσ. Από το ουσ. μακάρτι και το παραγωγ. επίθμ. -ώνω. Η λ. και Πόντ.
Προσθέτω πυτιά στο γάλα ό.π.τ. : Μακαρτωμένο γα (Γάλα στο οπoίο έχουν ρίξει πυτιά, γιαούρτι) Φάρασ. -Καρολ. Φερείνκεν αλείμματα, φερείνκεν γάτε, μακαρτωμένο γα, περντίτσ̑ι, ’αγοί (Έφερνε βούτυρα, έφερνε γάλατα, γιαούρτι, πέρδικες, λαγούς) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ.