ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μακαρία (ουσ. θηλ.) μακαρία [makaˈria] Τζαλ., Φάρασ. μακαριά [makaˈrʝa] Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ. Αρχ. ουσ. μακαρία = ευτυχία. Για την σημ. 'δείπνο' πβ. Ἡσύχ. Μ 103 «μακαρία· βρῶμα ἐκ ζωμοῦ καὶ ἀλφίτων».
1. Μνημόσυνο Φάρασ. : Του τατά μου η μακαρία (Το μνημόσυνο του πατέρα μου) Φάρασ. -Ανδρ. || Παροιμ. Ατέ το φίλημα δίτω σε τα σου τατά μου τη μακαρία (Αυτό το φίλημα σου το δίνω για την ψυχή του πατέρα μου˙ όταν κάποιος έκανε ένα καλό χωρίς την θέλησή του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. άμωμος, μνημόσυνο, μόνεψη, σαραντούρι
2. Επιμνημόσυνο δείπνο ή κέρασμα, μετά την κηδεία Αραβαν., Γούρδ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ. Συνών. κανίσκι :1, Πβ. χοντσά, Συνών. μνημόρι :4