μακρινά
(επίρρ.)
μακρινά
[makriˈna]
Γούρδ., Μισθ.
Νεότ. επίρρ. μακρινά, το οπ. από το επίθ. μακρινός και το παραγωγ. επίθμ. -ά.
Τροποποιήθηκε: 15/05/2025