ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μακρύνω (ρ.) μακρύνω [maˈkrinο] Ανακ., Γούρδ., Ποτάμ. Αόρ. μάκρυνα [ˈmakrina] Ανακ., Φλογ. Μεταγν. ρ. μακρύνω.
1. Μτβ. μακραίνω κάτι Φάρασ.
2. Αμτβ., μακραίνω, παρατείνομαι ως προς την διάρκεια ό.π.τ. : || Ασμ. Απόψα νύχτα μάκρυνεν- βαρτουβάρ βαρ ολσούν
Εμάκρυνεν κι επλάτυνεν- τσιτσέϊν καμπούλ ολσούν
(Απόψε η νύχτα μάκρυνε -το βαρτουβάρι σου να ζήσει.
Μάκρυνε και πλάτυνε- το λουλούδι σου να γίνει δεκτό
(άσμ. για τα βαρτουβάρια))
Ανακ. -Κωστ.Α.
3. Αμτβ., απομακρύνομαι Φλογ. : Κι αβούτσ̑α το τρένο μάκρυνε και κουλτώσαμε (Και έτσι το τρένο απομακρύνθηκε και γλυτώσαμε) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β Συνών. ανοίγω, παραμαίνω, φεύγω