μακρύνω
(ρ.)
μακρύνω
[maˈkrinο]
Ανακ., Γούρδ., Ποτάμ.
Αόρ.
μάκρυνα
[ˈmakrina]
Ανακ., Φλογ.
Μεταγν. ρ. μακρύνω.
1. Μτβ., μακραίνω
Φάρασ.
2. Αμτβ., μακραίνω, προς την διάρκεια ή το μήκος
ό.π.τ.
:
Ήφαρεν τιζ ασκέροι, μάκρυνανε δύο δο
(Έφερε τους στρατιώτες, απλώθηκαν σε σειρά, δυό δυό)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Απόψα νύχτα μάκρυνεν - βαρτουβάρ βαρ ολσούν
Εμάκρυνεν κι επλάτυνεν - τσιτσέιν καμπούλ ολσούν (Απόψε η νύχτα μάκρυνε -το βαρτουβάρι σου να ζήσει.
Μάκρυνε και πλάτυνε- το λουλούδι σου να γίνει δεκτό
(άσμ. για τα Βαρτουβάρια)) Ανακ. -Κωστ.Α.
Εμάκρυνεν κι επλάτυνεν - τσιτσέιν καμπούλ ολσούν (Απόψε η νύχτα μάκρυνε -το βαρτουβάρι σου να ζήσει.
Μάκρυνε και πλάτυνε- το λουλούδι σου να γίνει δεκτό
(άσμ. για τα Βαρτουβάρια)) Ανακ. -Κωστ.Α.
3. Αμτβ., απομακρύνομαι
Φλογ.
:
Κι αβούτσ̑α το τρένο μάκρυνε και κουλτώσαμε
(Και έτσι το τρένο απομακρύνθηκε και γλυτώσαμε)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Συνών.
ανοίγω, παραμαίνω :1, φεύγω :1