ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μαλάκι (ουσ. ουδ.) μαλάκ' [maˈlak] Αξ., Μαλακ., Φλογ. μαλάτσ̑' [maˈlatʃ] Μισθ. Πληθ. μαλάκια [maˈlaca] Αξ., Μαλακ., Φλογ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. melenk ή melek = άγονο έδαφος, ακαλλιέργητη γη, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. malak = αργιλλώδες χώμα, τα οπ. από αρχ. επίθ. μελάγγαιος > μεταγν. μελάγγειος. Βλ. Tietze (1955: 232)
1. Ακαλλιέργητο χωράφι για πολλά χρόνια Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. Πβ. χαράπι
β. Βοσκοτόπι Φλογ.
2. Χωράφι σε αγρανάπαυση Αξ., Φλογ. : Ετό το κόμμα μαλάκ’ ’ναι, τ’ νένεξ’ να το μποίκουμ’ καματός (Αυτό το χωράφι είναι σε αγρανάπαυση, την άνοιξη θα του κάνουμε το πρώτο όργωμα) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ.