μαλάκι
(ουσ. ουδ.)
μαλάκ'
[maˈlak]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
μαλάτσ̑'
[maˈlatʃ]
Μισθ.
Πληθ.
μαλάκια
[maˈlaca]
Αξ., Μαλακ., Φλογ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. melenk ή melek = άγονο έδαφος, ακαλλιέργητη γη, πβ. και τουρκ. διαλεκτ. τύπ. malak = αργιλλώδες χώμα, τα οπ. από αρχ. επίθ. μελάγγαιος > μεταγν. μελάγγειος. Βλ. Tietze (1955: 232)
β.
Βοσκοτόπι
Φλογ.
2. Χωράφι σε αγρανάπαυση
Αξ., Φλογ.
:
Ετό το κόμμα μαλάκ’ ’ναι, τ’ νένεξ’ να το μποίκουμ’ καματός
(Αυτό το χωράφι είναι σε αγρανάπαυση, την άνοιξη θα του κάνουμε το πρώτο όργωμα)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.