μάλατσης
(ουσ. αρσ.)
μάλατσης
[ˈmalatsis]
Σινασσ.
Θηλ.
μάλατσησα
[ˈmalatsisa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. malacı = σοβατζής (< mala = μυστρί).
1. Σοβατζής
2. Μτφ., αυτός που συμπεριφέρεται με διπλωματικό τρόπο, μαλαγάνας
Σινασσ.