μάλαθρο
(ουσ. ουδ.)
μάλαθρο
[ˈmalaθro]
Σινασσ.
Από το αρχ. ουσ. μάραθον και μάραθρον. Ο τύπ. μάλαθρον με εναλλαγή υγρών ήδη μεταγν. και μεσν. (Λεξ. Μεούρσ.)
Το ποώδες φυτό μάραθο (Μάραθον το κοινόν, Foeniculum vulgare), με ιαματικές ιδιότητες.