μάκρυμα
(ουσ. ουδ.)
μάκρυμα
[ˈmakrima]
Φάρασ.
μάκρεμα
[ˈmakrema]
Γούρδ.
Από το μεταγν. ουσ. μάκρυμμα = μτβ., απομάκρυνση. Ο τύπ. μάκρεμα νεότ. (Λεξ. Βλάχ. λ. μάκραιμα), ο οπ. από τύπ. μακραίνω.
1. Χρονική παράταση
ό.π.τ.