μακρετός
(επίθ.)
μακρετός
[makreˈtos]
Φάρασ.
Από το νεότ. ρ. μακραίνω, μεταπλ. του ρ. μακρύνω, και το παραγωγ. επίθ. -τός.
Μακρουλός
Φάρασ.