ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μακρυναίνω (ρ.) μακρυναίνω [makriˈneno] Φάρασ. μακρυναίνου [makriˈnenu] Φάρασ., Φκόσ. Παρατατ. μακρυναίνκα [makriˈnenka] Φάρασ. Αόρ. μάκρυνα [ʹmakrina] Τσουχούρ., Φάρασ. Προστ. μάκρυν’ [ˈmakrin] Φάρασ. Από το ρ. μακρύνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -αίνω.
1. Μτβ., εκτείνω, απλώνω Φάρασ. : Μακρυναίνω το σ̑έρι μου (Εκτείνω το χέρι μου) Φάρασ. -Ανδρ. ’γώ καταγμερό ήμουν τάμα σας σην εκκλησίαν πέσω, τζαι χέρι τζο μακρυναίνκατες (Εγώ ήμουν κάθε μέρα μαζί σας στον ναό και το χέρι σας δεν το απλώσατε· καθ’ ἡμέραν ὄντος μου μεθ’ ὑμῶν ἐν τῷ ἱερῷ οὐκ ἐξετείνατε τὰς χεῖρας ἐπ’ ἐμὲ ΚΔ Εὐαγγ.Λουκ. 22.53) Φάρασ. -Lag. Μάκρυνιν το σ̑έρι ν'τα κόψει (Άπλωσε το χέρι του για να το κόψει, ενν. το τριαντάφυλλο) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Το καμήλι να 'υρεύει καμbάλες, 'ς μακρύνει τον φσόνdυόν ντου (Η καμήλα αν θέλει γαϊδουράγκαθα, ας τεντώσει τον λαιμό της˙ όταν επιθυμούμε κάτι, πρέπει να κοπιάζουμε οι ίδιοι για να το πετύχουμε) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. ‘κόμ’ ο δίεβος μακρυναίνει το ράμμαν ντου, σωστού ν'dα φέρει σην όχτην μπάνου. Σαμ’ 'άν'dα φέρει σην όχτην μπάνου, ’α κόψει το ράμμα ‘πό μακρά, ‘ά πέσει ση λίμbλη (και ο διάβολος μακραίνει το σχοινί του, ώσπου να το φέρει στην όχθη επάνω. Όταν το φέρει στην όχθη απάνω, θα κόψει το σκοινί από μακριά, (ενν. και ο άνθρωπος) θα πέσει στη λίμνη˙ ο διάβολος στήνει παγίδες και τιμωρεί κάποια στιγμή τους άδικους ανθρώπους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Σο γιοργάνι σου κορά μάκρυν' dα ποράδε σου (Κατά το πάπλωμά σου άπλωσε τα πόδια σου˙ ας έχουμε επιθυμίες και απαιτήσεις μέχρι εκεί που μας παίρνει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. ανοίγω, απλώνω
2. Ξαπλώνω ή απλώνομαι Τσουχούρ., Φάρασ. : Μακρυναίνω στ’ ‘η (Ξαπλώνω καταγής) Φάρασ. -Ανδρ. Ήφαρεν τιζ ασκέροι, μάκρυνανε δύο δο (Έφερε τους στρατιώτες, απλώθηκαν στη σειρά, σε δυάδες) Φάρασ. -Dawk. Ατσ̑εί ήσαντι λία τσαλούδα, μάκρυνάμι τσίπ μας (Εκεί ήταν λίγα ξερόκλαδα, ξαπλώσαμε όλοι μας) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Τζ̑ο σηκώθη, μάκρυνε μο τα τέσσαρα (Δεν σηκώθηκε, ξάπλωσε με τα τέσσερα πόδια του, ενν. το άρρωστο βόδι) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Συνών. απλώνω, ντεβριλντώ, ξαπλώνω, ουζαντίζω :2, χαλάνω :3