ανοίγω
(ρ.)
ανοίγω
[aˈniɣo]
Αξ., Φλογ.
ανοίγου
[aˈniɣu]
Μισθ.
αν̑οίγου
[aˈɲiɣu]
Σίλ., Χαλβάντ.
ανοί'ω
[aˈnio]
Ανακ., Μισθ.
ανοίζω
[aˈnizo]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Ουλαγ., Σινασσ., Φερτάκ.
ανοίζου
[aˈnizu]
Μισθ.
αν̑οίζου
[aˈɲizu]
Σίλ.
Παρατατ.
άνοιζα
[ˈaniza]
Αξ., Μισθ., Τελμ., Τροχ.
άνοια
[ˈania]
Αραβ.
Αόρ.
ήνοιξα
[ˈiniksa]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ.
άνοιξα
[ˈaniksa]
Αξ., Γούρδ., Ουλαγ., Σίλατ., Φλογ.
άν̑οιξα
[ˈaɲiksa]
Σίλ.
Παθ.
ανοίζουμαι
[aˈnizume]
Αραβαν., Φερτάκ.
ανοιζιέμι
[anizˈʝemi]
Μισθ.
Αόρ.
ανοίγα
[aˈniɣa]
Αραβαν., Ποτάμ., Φλογ.
ανοίγηκα
[aˈniʝika]
Ποτάμ.
ήνοιξα
[ˈiniksa]
Φάρασ.
Προστ. Εν.
'νοίγου
[ˈniɣu]
Φάρασ.
Μτχ.
ανοιμένο
[aniˈmeno]
Ανακ.
'νοιμένος
[niˈmenos]
Φάρασ.
ανοισμένο
[aniˈzmeno]
Αξ.
Αρχ. ρ. ἀνοίγω. Ο τύπ. ανοί'ω ήδη μεσν. Ο τύπ. ανοίζω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ίζω.
1. Ανοίγω κάτι που είναι κλειστό, επιτρέποντας την διέλευση ή την πρόσβαση στο εσωτερικό
ό.π.τ.
:
Άν̑οιξα τσ̑η σύρα
(Άνοιξα την πόρτα)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ανοίζ' πάνdζ̑αρα
(Ανοίγει το παράθυρο)
Μισθ.
Άνοιξ’ ντου σ̑ουντού
(Άνοιξε την τρύπα του εξαερισμού)
Μισθ.
Να μ’ ανοίξιτι
(Να μου ανοίξετε (ενν. την πόρτα))
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Εγώ 'ερά σο κ͑ουτί μέσα ήμουν· ό χερίφος ήνοιξέ με
(Εγώ ήμουν μέσα εδώ μέσα στο κουτί· αυτός ο άνθρωπος μου άνοιξε)
Αραβαν.
-Dawk.
Ανοίσ̑' ντου στόμα τ'
(Ανοίγει το στόμα του)
Μισθ.
-Dawk.
Μπαγιρντά, τα μάτια ανοισμένα
(Φωνάζει με τα μάτια ανοιχτά)
Αξ.
-Dawk.
Το φσ̑άχι ήνοιξεν τα φτάλμε του
(Το παιδί άνοιξε τα μάτια του)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Μέ τ’ ανοίζ̑εις το σανdι̂́χ
(Μην το ανοίγεις το σεντούκι)
Αξ.
-Dawk.
Άν̑οιξα τα κουbιάν ντου
(Άνοιξα τα κουμπιά του)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Παίνισκι δου πρωί, σηκώδουν παίνισκιν, άνοιζι ντου τοκάν'
(Πήγαινε το πρωί, σηκωνόταν και πήγαινε, άνοιγε το μαγαζί)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Λέου, να δ' ανοίξου, όχι, λε, μη δ' ανοίζεις
(Λέω, να τ' ανοίξω, όχι λέει, μην το ανοίγεις)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Ας μη ανοίει γλώσσα τ’
(Ας μην ανοίγει την γλώσσα του˙ ας μην μιλάει)
Ανακ.
Άνοιζαν στράδα
(Άνοιγαν δρόμο˙ άρχιζαν μιά δραστηριότητα, μιά ενέργεια)
Μισθ.
Μούλουσα, ανοίξετ’ τα μάτια σας
(Κρύφτηκα, ανοίξετε τα μάτια σας˙ λέγεται στο παιχνίδι "κρυφτό")
-Κωστ.Μ.
|| Παροιμ.
Θεγός ’νοιξεν τα βρακοζώνια τ’
(Ο Θεός ξεκούμπωσε τα βρακοζώνια του˙ για καταρρακτώδη βροχή)
Ανακ.
Χεγός γαπαdίζ̑' τ͑ύρα, ανοίζ̑' άλλο τ͑ύρα
(Ο Θεός κλείνει μιά πόρτα, ανοίγει άλλη πόρτα˙ Ύστερα πό μιά ατυχία, η τύχη ευνοεί)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
|| Ασμ.
Εννεά καμάρες ήνοιξε, την κόρη έξω βγάλλει
κι απ' τα μαλλιά την έπιασε, την έχει και παγαίνει ((Εννιά καμάρες άνοιξε, την κόρη έξω βγάζει
κι απ' τα μαλλιά την έπιασε, την έχει και πηγαίνει)) Σινασσ. -Lag. Να ήρθ' αγάλια αγάλια, να ήρθ' ενέσια ενέσια,
να παίρνισκα, Χάρε, τα κλειδιά, Παράδεισ' τ’ αναχτήρια,
να άνοιζα τον Παράδεισο ν' ιδώ μέσα τσι είναι ((Nα ερχόμουν αθόρυβα, να ερχόμουν ήρεμα ήρεμα,
να έπαιρνα, χάρε, τα κλειδιά, τα κλειδιά του Παραδείσου,
να άνοιγα τον Παράδεισο, να δω ποιος είναι μέσα)) Τελμ. -Dawk.Song.
κι απ' τα μαλλιά την έπιασε, την έχει και παγαίνει ((Εννιά καμάρες άνοιξε, την κόρη έξω βγάζει
κι απ' τα μαλλιά την έπιασε, την έχει και πηγαίνει)) Σινασσ. -Lag. Να ήρθ' αγάλια αγάλια, να ήρθ' ενέσια ενέσια,
να παίρνισκα, Χάρε, τα κλειδιά, Παράδεισ' τ’ αναχτήρια,
να άνοιζα τον Παράδεισο ν' ιδώ μέσα τσι είναι ((Nα ερχόμουν αθόρυβα, να ερχόμουν ήρεμα ήρεμα,
να έπαιρνα, χάρε, τα κλειδιά, τα κλειδιά του Παραδείσου,
να άνοιγα τον Παράδεισο, να δω ποιος είναι μέσα)) Τελμ. -Dawk.Song.
2. Δημιουργώ ή διευρύνω οπή σε μιά επιφάνεια, κυρίως σκάβοντας
Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ.
:
Ανοίζου τ͑εμέλι
(Ανοίγω θεμέλια)
Ανακ.
Σου βουνί απάν άνοιζαν λία τυρπιά
(Στο βουνό απάνω έσκαβαν τρύπες)
Μισθ.
Ανοίγουμ’ το αμbέλ’
(Σκάβουμε το αμπέλι)
Ανακ.
Ν’ ανοίξιτ ’το χιόν
(Να σκάψετε το χιόνι για να ανοίξει δρόμος)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Νταρά άνοιξις μέγα πληγή
(Τώρα άνοιξες μεγάλη πληγή)
Μισθ.
Αν ντο όρομα σ' χιωρήεις χεριφχού σι̂́ρ', ανοίζεται μεζέρ', χάνεται ναίκα
(Αν στο όνειρό σου δεις αντρός απόκρυφα, ανοίγεται τάφος, θα πεθάνει η γυναίκα)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Άνοιξεν σ' χώρα γούπ-πα άμ-μα έπεσεν γιαυτό τ’
(Άνοιξε σε ξένο λάκκο αλλά έπεσε μέσα ο ίδιος˙ υπέστη το κακό που ήθελε να προκαλέσει σε άλλους)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γιαρντώ, γουπώνω, γρύχω, καζντώ, ρύσσω, σέρνω
β.
Και αμτβ., ανοίγομαι
Ανακ., Μισθ.
:
Άνοιξεν το μυτ’ τ'
(Έχει ρινορραγία
)
Ανακ.
Άνοιξι ντου γιαρά
(Άνοιξε η πληγή
)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Ανοίουν ντα μέσα τ’νε
(Ανοίγουν τα μέσα τους
˙
έχουν συχνοουρία)
Ανακ.
3. Ξεσκεπάζω και μεσοπαθ. ξεσκεπάζομαι
Αραβαν., Μισθ., Σίλ., Φλογ.
:
Άν̑οιξά τα τέκνους
(Ξεσκέπασα τα παιδιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Πολύ μη ανοίζεσαι, παίρ' σε πάος
(Μην ξεσκεπάζεσαι, να σε πάρει το κρύο, να κρυώσεις )
Αραβαν.
Ανοίχη του κ'λάτσ̑' τσ̑ι πάγουσι
(Ξεσκεπάστηκε το παιδί και κρύωσε)
Μισθ.
-ΙΛΝΕ 887
4. Εκτείνω στο πλάτος ή στο μήκος, απλώνω ή ξεδιπλώνω
Ανακ., Μισθ.
:
Άνοιζαν τα φτερά τ’νε
(Άπλωσαν τα φτερά τους, ενν. οι χήνες)
Ανακ.
Άνοι'εις τα πόδια σ'
(Άνοιγες τα πόδια (κατά τον βηματισμό))
Μισθ.
'νοίγιν το τραπέζι, έφαεν του βασιλό τ’ ασκέρ’
(ανοίγει το τραπέζι, έφαγε του βασιλιά ο στρατός)
Φάρασ.
-Dawk.
Πβ.
απλώνω
β.
Ειδικότ., ανοίγω έγγραφο για να διαβάσω ή να γράψω
Αραβαν.
:
Ήνοιξε τα χαρτσ̑ά τ’ και τα κιτάπια τ’
(Άνοιξε τα χαρτιά του και τα βιβλία του
)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σαράφος άνοιξεν το χαρτί, τράν'σεν ντο
(Ο αργυραμοιβός άνοιξε το χαρτί, το κοίταξε
)
Φλογ.
-Dawk.
5. Ενεργ. και μεσοπαθ., για καιρό, βελτιώνομαι, γίνομαι αίθριος
Ανακ., Αραβαν., Μισθ.
:
Ανοίξ’ καιρός
(Βελτιώθηκε ο καιρός)
Ανακ.
Άνοιξι μέρα
(Βελτιώθηκε ο καιρός της ημέρας)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ανοίχτσ̑ηκι χαβάς
(Βελτιώθηκε ο καιρός)
Ανακ.
Όλιους ανοίζιετι
(Ο ήλιος βγήκε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Φρ.
Ανοίζ’ το γι̂σμέτσ̑ι τ’
(Ανοίγει η τύχη του˙ τα πράγματα αρχίζουν να γίνονται ευνοϊκά γι' αυτόν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
γλυκαίνω, καλοσυνεύω
6. Αρχίζω κάτι
Αραβαν.
:
Ντε λάλ’σε μη ανοίξ̑' γαβγά
(Δεν μίλησε για να μην αρχίσει τον καβγά)
Σινασσ., Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Ο λόγος ανοίζει λόγο
(Ο λόγος ανοίγει λόγο˙ ο λόγος φέρνει αντίλογο, εύκολα ξεκινούν οι καβγάδες)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
ανασύρω, μπασλαντίζω
7. Ιδρύω
Φλογ.
:
Πήγεν σ’ ένα άλλο χωριό. Εκεί σο χωριό άνοιξεν ένα τουκάν
(Πήγε σε άλλο χωριό. Εκεί στο χωριό άνοιξε ένα μαγαζί)
Φλογ.
-Dawk.
8. Ανθίζω
Φάρασ.
:
Το έναν το βάρτι ήνοιξε, τ' άβου χ' ανοίξει, τ' άβου πιλί κόμη κούτζ̑πελα τομουρτζ̑ουχλάνσε
(Το ένα τριαντάφυλλο άνοιξε, το άλλο θ' ανοίξει, το τρίτο ακόμα μόλις που μπουμπούκιασε)
Φάρασ.
-Dawk.Boy
Συνών.
ανθίζω, ξυπνώ, πατλαντίζω, τσιτσεκλεντίζω
9. Μεσοπαθ., απομακρύνομαι
Μισθ., Φλογ.
:
Παίν' λύκους, μέν' σα ντυό μέτρα, παίν' σα τρία μέτρα, ανοιγιένdι όλο και πιο πολύ
(Ο λύκος μένει στα δύο μέτρα, πηγαίνει στα τρία, απομακρύνεται όλο και πιο πολύ)
Μισθ.
Ναίκα πέφτ', σ̑ηκούται, ετά πάλ' ανοίινε επεΐ
(Η γυναίκα (που κυνηγούσε τα παιδιά) πέφτει, σηκώνεται, αυτά πάλι απομακρύνονται κάμποσο)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
μακρύνω, παραμαίνω, φεύγω