ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καπατίζω (ρ.) qαπατίζω [qapaˈtizo] Μαλακ. γαπ͑ατίζω [ɣapʰaˈtizo] Φάρασ. γαπανdι̂́ζω [ɣapanˈdɯzo] Αξ., Αραβαν. qαπανdίζω [qapanˈdɯzo] Αραβαν. χαπαdίζω [xapaˈdizo] Τροχ. qαπαdίζω [qapaˈdizo] Τελμ. γαπαΐζου [ɣapaˈizu] Μισθ. χαπατσίζω [xapaˈtsizo] Σίλ. χαπαΐζου [xapaˈizu] Μισθ. γαπατώνω [ɣapaˈtono] Σινασσ. Αόρ. qαπάντ'σα [qaˈpatsa] Μαλακ., Φλογ. γαπάτ'σα [ɣaˈpatsa] Αραβαν., Μισθ. Παθ. Αόρ. qαπαdίστα [qapaˈdista] Φάρασ. γαπατώθα [ɣapaˈtoθα] Φερτάκ. Από τουρκ. ρ. kapamak (αορ. kapadı) = κλείνω, σκεπάζω, καλύπτω, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Κλείνω ό.π.τ. : Ζορμόντ'σι να γαπαΐσ' κ͑ουμέσας ντου τ͑υρπί (Ξέχασε να κλείσει την πόρτα του κοτετσιού) Μισθ. -Κωστ.Μ. Ντα μύλουα γαπάτ'σα ντα (Τους μύλους τους έκλεισαν οριστικά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Θύρα είναι qαπαdημένο (Η πόρτα είναι κλειστή) Σίλατ. -Dawk. Ας χαπαΐσ'νι ντα μάτια μας (Ας κλείσουν τα μάτια μας) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Χαπάτσισ’ τη σύρα (Kλείσε την πόρτα) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Kάκα τσ̑όδι τι να ποίκ'; Γαπάτ'σι δου στόμα τ' (H γιαγιά τότε τι να κάνει; το βούλωσε το στόμα της) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Κρεύεις να χαπαdίσεις τα στόματα τ'νε (Επιδιώκεις να τους κλείσεις το στόμα) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1554
β. Καπακώνω, σκεπάζω με καπάκι Μισθ. : Ογώ να γαπαΐσου ντου χουτί (Εγώ θα καπακώσω το κουτί ) Μισθ. -Φατ.
2. Καλύπτω, σκεπάζω Αραβαν., Σινασσ., Φλογ. : Σο αυλή απάνω έπεσε ένα σ̑ύννεφο και γαπάτ'σεν ντα ούλλα ασ' τα μάτσ̑α μ’ (Στην αυλή απάνω έπεσε ένα σύννεφο και τα σκέπασε όλα από τα μάτια μου) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. ’τον καπάτ’σαμε τα καμάρες σο δώμα, αφήκαμε κι ένα κάπνη (Όταν σκεπάσαμε τις καμάρες στην στέγη, αφήσαμε κι ένα φεγγίτη) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Άνdζα qαπάντ'σεν τον κώλο τ' (Μόλις που κάλυψε τον πάτο του δοχείου, ενν. η μικρή ποσότητα υγρού) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812
3. Κλείνω κάποιον μέσα Φλογ. : Τα ορνίθια καπάτα τα (Τις κότες κλείσε τις, ενν. στο κοτέτσι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812