καπνάτης
(ουσ. αρσ.)
καπνάτ'ς
[kapnats]
Φάρασ.
καπνάτ'
[kapˈnat]
Αφσάρ.
Από το ουσ. κάπνη και το παραγωγ. επίθμ. -ἀτης.
Σε παραδοσιακό έθιμο γάμου, φίλος του αρραβωνιαστικού που φύλαγε την καπνοδόχο του σπιτιού της μνηστής την ώρα της επισκέψεώς του, για να μην την γκρεμίσουν αυτοί που πιθανώς θα ήθελαν να χαλάσουν τον γάμο αποδεικνύοντας την απρονοησία του
ό.π.τ.