καπάντημα
(ουσ. ουδ.)
γαπ͑άτημα
[ɣaˈpʰatima]
Φάρασ.
γαπάιμα
[ɣaˈpaima]
Μισθ.
Από το ρ. καπατίζω, όπου και τύπ. γαπατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Κλείσιμο με καπάκι, καπάκωμα
Φάρασ.
2. Kλείδωμα
Μισθ.