καπάκωμα
(ουσ. ουδ.)
χαπ͑άχωμα
[xaˈpʰaxoma]
Φάρασ.
Από το ρ. καπακώνω και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Σκόνταμμα, πεδίκλωμα.