καντίνα
(ουσ. θηλ.)
qατι̂́να
[qaˈtɯna]
Φλογ.
γαdούνα
[ɣaˈduna]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. kadın = α) γυναίκα β) κυρία, κυρά.
Πβ.
χατούνα
1. Οθωμανή γυναίκα
Φλογ.
2. Ωραία γυναίκα
Μισθ.