καντίνα
(ουσ. θηλ.)
qατι̂́να
[qaˈtɯna]
Φλογ.
γαdούνα
[ɣaˈduna]
Μισθ.
κατι̂́σα
[kaˈtɯsa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. kadın = α) γυναίκα β) κυρία, κυρά. Ο τύπ. κατι̂́σα με παραγωγ. επίθμ. -σα, πβ. λ. βαρβαργαρού.
Πβ.
χατούνα
1. Οθωμανή γυναίκα
Σινασσ., Φλογ.
2. Ωραία γυναίκα
Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025