ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καντίνα (ουσ. θηλ.) qατι̂́να [qaˈtɯna] Φλογ. γαdούνα [ɣaˈduna] Μισθ. κατι̂́σα [kaˈtɯsa] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. kadın = α) γυναίκα β) κυρία, κυρά. Ο τύπ. κατι̂́σα με παραγωγ. επίθμ. -σα, πβ. λ. βαρβαργαρού. Πβ. χατούνα
1. Οθωμανή γυναίκα Σινασσ., Φλογ.
2. Ωραία γυναίκα Μισθ.
Τροποποιήθηκε: 13/06/2025