καντής
(ουσ. αρσ.)
κ͑αdής
[kʰaˈdis]
Φάρασ., Φκόσ.
Από το νεότ. ουσ. κατής, το οπ. από το τουρκ. ουσ. kadı = δικαστής.
Δικαστής
ό.π.τ.
:
Πηάγανε σο κ͑αdή
(Πήγανε στον δικαστή)
Φάρασ.
-Dawk.