καντήλι
(ουσ. ουδ.)
κανdήλι
[kanˈdili]
Αφσάρ.
κανdήλ'
[kanˈdil]
Αραβαν., Γούρδ., Μισθ.
κανdέλ'
[kanˈdel]
Ουλαγ.
γανdήλι
[ɣanˈdili]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Πληθ.
κανdήλε
[kanˈdile]
Φάρασ.
Από το μεσν. ουσ. καντήλι.
Καντήλι
ό.π.τ.
:
Γήψι ντου κανdήλ'
(Άναψε το καντήλι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ανάβαμε τα κανdήλε
(Ανάβαμε τα καντήλια)
Φάρασ.
-ΕΚΠΑ 2142
Γιάφτον ντο κανdέλ’
(Ανάβουν το καντήλι)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'νάπ’ το γαντήλι σου, ποίκ΄ την ευσ̑ή σου
(Άναψε το καντήλι σου, κάνε την προσευχή σου)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
|| Φρ.
Κανdηλιού τ' το λάρ' πλερώρη
(Του καντηλιού του το λάδι τελείωσε˙ τόσο ήταν να ζήσει)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.