ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καντήλι (ουσ. ουδ.) κανdήλι [kanˈdili] Αφσάρ. κανdήλ' [kanˈdil] Αραβαν., Γούρδ., Μισθ. κανdέλ' [kanˈdel] Ουλαγ. γανdήλι [ɣanˈdili] Τσουχούρ., Φάρασ. Πληθ. κανdήλε [kanˈdile] Φάρασ. Από το μεσν. ουσ. καντήλι.
Καντήλι ό.π.τ. : Γήψι ντου κανdήλ' (Άναψε το καντήλι) Μισθ. -Κοτσαν. Ανάβαμε τα κανdήλε (Ανάβαμε τα καντήλια) Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142 Γιάφτον ντο κανdέλ’ (Ανάβουν το καντήλι) Ουλαγ. -ΚΜΣ-Θεοδ. 'νάπ’ το γαντήλι σου, ποίκ΄ την ευσ̑ή σου (Άναψε το καντήλι σου, κάνε την προσευχή σου) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Φρ. Κανdηλιού τ' το λάρ' πλερώρη (Του καντηλιού του το λάδι τελείωσε˙ τόσο ήταν να ζήσει) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.