ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

καντάρι (ουσ. ουδ.) κανdάρι [kanˈdari] Κίσκ., Μαλακ. γκανdάρ' [ganˈdar] Ουλαγ. qανdάρ' [qanˈdar] Φλογ. γαντ͑άρι [ɣanˈtʰari] Σίλ. γανdάρι [ɣanˈdari] Φάρασ. γανdάρ' [ɣanˈdar] Μισθ. Πληθ. κανdάρια [kanˈdarʝa] Αραβαν. Από το μεσν. ουσ. καντάριον < κεντηνάριον (< λατιν. centenarium). Πβ. και τουρκ. kantar < αραβ. qintar.
1. Καντάρι, μονάδα βάρους ό.π.τ. : Ένα γανdαριού αλεύιρ' σ̑άνιξαμ' ’να γαζά ψωμιά (Με την ποσότητα ενός κανταριού αλεύρι φτιάχναμε ένα σωρό ψωμιά) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Δίτει τα μο το χουλιέρι τσ̑αι παίρει τα μο το γανdάρι (Τα δίνει με το κουτάλι και τα παίρνει με το καντάρι˙ Για αυτούς που βοηθούν με ιδιοτέλεια) Φάρασ. -Κελεκ.
2. Ζυγαριά ό.π.τ. : Πηάγασαν το τζαναβάρι σο χασάπη, δέβασαν το ζινdζί σο κανdάρι, έβκην εκατόν εξήνdα χιάδα (Πήγαν το θηρίο στον χασάπη, πέρασαν την αλυσίδα στην ζυγαριά, βγήκε εκατόν εξήντα οκάδες) Κίσκ. -Παπαδ. || Ασμ. Φέρε βρούδια, βρούδιαζέ τα
και κανdάρι, ζύγαζέ τα
(Φέρε βούρλα, πέρασέ τα
και καντάρι, ζύγισέ τα)
Μαλακ. -ΚΜΣ-Τραγ.
Συνών. ζύγι :1