καντάρι
(ουσ. ουδ.)
κανdάρι
[kanˈdari]
Κίσκ., Μαλακ.
γκανdάρ'
[ganˈdar]
Ουλαγ.
qανdάρ'
[qanˈdar]
Φλογ.
γαντ͑άρι
[ɣanˈtʰari]
Σίλ.
γανdάρι
[ɣanˈdari]
Φάρασ.
γανdάρ'
[ɣanˈdar]
Μισθ.
Πληθ.
κανdάρια
[kanˈdarʝa]
Αραβαν.
Από το μεσν. ουσ. καντάριον < κεντηνάριον (< λατιν. centenarium). Πβ. και τουρκ. kantar < αραβ. qintar.
1. Καντάρι, μονάδα βάρους
ό.π.τ.
:
Ένα γανdαριού αλεύιρ' σ̑άνιξαμ' ’να γαζά ψωμιά
(Με την ποσότητα ενός κανταριού αλεύρι φτιάχναμε ένα σωρό ψωμιά)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Δίτει τα μο το χουλιέρι τσ̑αι παίρει τα μο το γανdάρι
(Τα δίνει με το κουτάλι και τα παίρνει με το καντάρι˙ Για αυτούς που βοηθούν με ιδιοτέλεια)
Φάρασ.
-Κελεκ.
2. Ζυγαριά
ό.π.τ.
:
Πηάγασαν το τζαναβάρι σο χασάπη, δέβασαν το ζινdζί σο κανdάρι, έβκην εκατόν εξήνdα χιάδα
(Πήγαν το θηρίο στον χασάπη, πέρασαν την αλυσίδα στην ζυγαριά, βγήκε εκατόν εξήντα οκάδες)
Κίσκ.
-Παπαδ.
|| Ασμ.
Φέρε βρούδια, βρούδιαζέ τα
και κανdάρι, ζύγαζέ τα (Φέρε βούρλα, πέρασέ τα
και καντάρι, ζύγισέ τα) Μαλακ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. ζύγι :1
και κανdάρι, ζύγαζέ τα (Φέρε βούρλα, πέρασέ τα
και καντάρι, ζύγισέ τα) Μαλακ. -ΚΜΣ-Τραγ. Συνών. ζύγι :1