ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζύγι (ουσ.) ζύγι [ˈziʝi] Γούρδ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φκόσ. ζύι [ˈzii] Σίλ., Φλογ. ζ̑ύγ̑' [ʒiʝ] Αξ., Αραβαν. ζ̑ύσ̑' [ʒiʃ] Τελμ. τζ̑ύσ̑' [dʒiʃ] Τελμ. ζυ [zi] Μαλακ., Τζαλ. ζ̑υ [ʒi] Ανακ., Αραβαν., Μισθ., Φλογ. τζύι [ˈdzii ] Δίλ. τζ̑υ [dʒi] Καρατζάβ., Μισθ. Γεν. ζυγιός [ziˈʝοs] Φλογ. Πληθ. ζύγια [ˈziʝa] Σινασσ., Τροχ. ζύγε [ˈziʝe] Φάρασ. ζύα [ˈzia] Σατ. τζ̑ύα [ˈdʒia] Καρατζάβ., Μισθ. τζ̑ύσ̑α [ˈdʒiʃa] Τελμ. Από το μεταγν. ουσ. ζύγιον (στην σημ. 1). Ο τύπ. ζ̑υσ̑' πιθ. αναλογ. προς άλλα ουδ. σε -σ̑'.
1. Ζυγαριά Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Καρατζάβ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Φκόσ., Φλογ. : Φέρ' ζύι να τα ζυγιάσουμε (Φέρε ζύγι να τα ζυγίσουμε) Σίλ. -Κωστ.Σ. Μάνα, χ̇έκις μι σου τζ̑υ, 'αν τα μήλα μι πούλ’σες (Μάνα, με έβαλες στη ζυγαριά, σαν τα μήλα με πούλησες) Μισθ. -Κωστ.Μ. Έθεκαν σο ζύγι το σουλτανί σό ’να το μάτσι και σ’ άλλο το μάτσι έθεκαν τση ψυχή (Έβαλαν στην ζυγαριά το σουλτανί ψωμί στον ένα δίσκο και στον άλλο τον δίσκο έβαλαν την ψυχή) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Ζυγιός τα αλυσίδια (Οι αλυσίδες της ζυγαριάς) Φλογ. Συνών. καντάρι
β. Σταθμά Ανακ., Γούρδ., Σινασσ., Φάρασ. : || Παροιμ. Ρώτ’σαν ντο μερμήνdζ̑ι: «Τό κοτσ̑ί του κουβαλαίν' άτσομboίo βαρύ ένι;»· τσ̑' είπεν ντι: «Μο το 'μόν ντο ζυ ἐν' εβδομηνdαπένdε λίτρε» (Ρώτησαν το μυρμήγκι «Ο σπόρος που κουβαλάς είναι τόσο βαρύς;»· κι είπε: «Με το δικό μου ζύγι είναι εβδομήντα πέντε λίτρες» ˙ όταν κάποιος ήθελε να δείξει ότι ο πόνος του, όσο κι αν φαίνεται μικρός στους άλλους, τελικά είναι πολύ μεγάλος) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
2. Ζύγισμα Ανακ., Τελμ., Φάρασ. : Έν' ’ς το σ̑οκάρι τσ̑αι ’ς το μέλι γλυτσ̑ύ· σο ζυ τζ̑ο μbαίνει, σον ταρσ̑ή τζ̑ο πουλιέται (Είναι σαν την ζάχαρη και σαν το μέλι γλυκό· στο ζύγι δεν μπαίνει, στην αγορά δεν πουλιέται˙ ο ύπνος) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Ασμ. Εδώ ξένοι, εκεί ξένοι, και όπου και υπάγω ξένοι
Αξενίτσα και γαριπιά, τα δυό σο ζύγι μαίνουν
(Εδώ ξένοι, εκεί ξένοι, κι όπου και να πάω ξένοι
ο ξενιτεμός κι η παραμονή στην ξενιτιά είναι το ίδιο βαριά)
Τελμ. -Lag.
Συνών. ζυγιάσιμο, ζύγιασμα
3. Ζυγός για το όργωμα Αξ., Αραβαν., Καρατζάβ., Μαλακ., Μισθ., Τελμ., Φάρασ., Φλογ. : Εγώ 'τον κειότομαι τρία χρονού ταυρί, πιάνισ̑καν με ασ' τ' ωdί μ' και βζέγισ̑καν με στο ζ̑υ (Εγώ, όταν ήμουν τριών ετών μοσχάρι, με πάιρναν από το αφτί και με έζευαν στον ζυγό) Φλογ. -Dawk. Φέρ' το ζύ να ζέξομ' τα βόιdα (Φέρε το ζύγι να ξέψουμε τα βόδια) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. Τζ̑υού ματ' (Μάτι του ζυγού˙ ο χώρος ανάμεσα στα δύο ξύλα της ζεύλας όπου περνούσε ο λαιμός των ζεμένων βοδιών ) Μισθ. -Κωστ.Μ. || Παροιμ. Ο φσόνdυος σου 'κόμη σο ζυν τζ̑o 'μbεί· να μπεις σο ζεύγκον 'μπουκάτου, 'α ιδείς 'ζ γούβας σου το φοσ-σί (Ο σβέρκος σου ακόμα δεν μπήκε στον ζυγό· να μπεις κάτω απ' τον ζυγό και θα δεις του τραχηλού σου την λακκούβα˙ το έλεγαν για τους ανύπαντρους που ακόμα δεν είχαν γνωρίσει τα βάσανα της οικογένειας) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ.
β. Ζυγός για το αλώνισμα Φλογ.
γ. Ζυγός άμαξας Αξ., Φλογ.
4. Οριζόντιος μοχλός για την περιστροφή του μάγγανου Φλογ.
5. Κατά πληθ., κλαδιά κλήματος με δυο-τρία τσαμπιά σταφύλια Φάρασ. Συνών. ζυγόκκο
6. Μτφ., έγνοιες, φροντίδες, βάσανα Φάρασ. : || Παροιμ. Τσ̑αι το μερμήνdζ̑ιν μπάλι έσ̑ει το ζυ του (Και το μυρμήγκι ακόμα έχει το βάρος του˙ και ο πιο ασήμαντος άνθρωπος έχει τις έγνοιες του) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. βάρος, γομάρι
7. Κατά πληθ., τμήμα του Αστερισμού του Ταύρου, ‘ο πήχυς του αστερισμού του Ταύρου’ Καρατζάβ., Μισθ., Σινασσ. : Τρία άστρα τα λέισ̑καν τζ̑ύα (Τα τρία άστρα μαζί τα έλεγαν ζύγια) Μισθ. -ΙΛΝΕ 887
β. Στον πληθ., ο αστερισμός του Ζυγού Καρατζάβ., Μισθ., Σατ., Τζαλ., Τσελτ., Φλογ. : σ̑ήκου, ράνα να ίμ’ τα Τζ̑ύια (σήκω, κοίτα να δούμε τον αστερισμό του Ζυγού ) Μισθ. -Κωστ.Μ.