ζυγόκκο
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
ζυγόκ-κα
[ziˈɣοkka]
Φάρασ.
Από το ουσ. ζύγι και το παραγωγ. επίθμ. -οκκο.
Κατά πληθ., κλαδιά κλήματος με δυο-τρία τσαμπιά σταφύλια
Συνών.
ζύγι :5