ζυγιάσιμο
(ουσ. ουδ.)
τσυάσιμου
[ˈtscasimu]
Μισθ.
Από το ρ. ζυγιάζω, όπου και τύπ. τζυάζου, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Ζύγισμα
:
Σταφυλιού ντου τσυάσιμου
(Του σταφυλιού το ζύγισμα)
Μισθ.
-Κοτσαν.