ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζουρνατζής (ουσ. αρσ.) ζουρναdζής [zurnaˈdzis] Σινασσ. ζουρνατσ̑ής [zurnaˈtʃis] Φάρασ. Νεότ. ουσ. ζουρνατζής, το οπ. από το τουρκ. zurnacı.
Οργανοπαίκτης που παίζει τον ζουρνά Φάρασ. : || Φρ. Αγαπούσε η Μαρού το χορό και βρήκε άντρα ζουρναdζή Σινασσ. -Αρχέλ.