ζουρνατζής
(ουσ. αρσ.)
ζουρναdζής
[zurnaˈdzis]
Σινασσ.
ζουρνατσ̑ής
[zurnaˈtʃis]
Φάρασ.
Νεότ. ουσ. ζουρνατζής, το οπ. από το τουρκ. zurnacı.
Οργανοπαίκτης που παίζει τον ζουρνά
Φάρασ.
:
|| Φρ.
Αγαπούσε η Μαρού το χορό και βρήκε άντρα ζουρναdζή
Σινασσ.
-Αρχέλ.