ζουμερός
(επίθ.)
ζουμερό
[zumeˈro]
Γούρδ.
Νεότ. επίθ. ζουμερός (βλ. Λεξ. Βάιγ, λ. ζουμάτος), το οπ. από το ουσ. ζουμί και το παραγωγ. επίθμ. -ερός.
Ζουμερός
Γούρδ.