ζορλάτημα
(ουσ. ουδ.)
ζορλάτημα
[zorˈlatima]
Αφσάρ., Μαλακ.
ζορλάτ’μα
[zorˈlatma]
Φάρασ.
ζολ-λάτημα
[zolˈlatima]
Φάρασ.
Από το ρ. ζορλαντίζω, όπου και τύπ. ζορλατώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
1. Μεγάλη προσπάθεια
ό.π.τ.
2. Εξαναγκασμός, μεγάλη πίεση
ό.π.τ.