ζορ-ζορουνά
(επίρρ.)
ζορ-ζορουνά
[zorzoruˈna]
Φάρασ.
Από την τουρκ. φρ. zoru zoruna = μετά δυσκολίας.
Μετά βίας
Συνών.
γκούτζπελα