ζόρικα
(επίρρ.)
ζόρ’κα
[ˈzorka]
Φλογ.
Από το επίθ. ζόρικος και το παραγωγ. επίθμ. -α.
Δύσκολα, μετά δυσκολίας
Φλογ.
Τροποποιήθηκε: 29/08/2024