ζομπουρτατίζω
(ρ.)
ζομbουρτατίζω
[zοmburtaˈtizo]
Μαλακ.
ζουμbουρτατώ
[zumburtaˈto]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ρ. zımbırdatmak (αορ. zımbırdattı) = γραντζουνώ (έγχορδο όργανο) και κατ’ επέκτ. προκαλώ ενοχλητικό θόρυβο, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
2. Ειδικότ., περπατώ κάνοντας θόρυβο
Μαλακ., Σινασσ.