ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζομπουρτατίζω (ρ.) ζομbουρτατίζω [zοmburtaˈtizo] Μαλακ. ζουμbουρτατώ [zumburtaˈto] Σινασσ. Από το τουρκ. ρ. zımbırdatmak (αορ. zımbırdattı) = γραντζουνώ (έγχορδο όργανο) και κατ’ επέκτ. προκαλώ ενοχλητικό θόρυβο, και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω.
1. Κάνω θόρυβο Σινασσ. Συνών. κροτώ
2. Ειδικότ., περπατώ κάνοντας θόρυβο Μαλακ., Σινασσ.