ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζορίζω (ρ.) ζορίζου [zoˈrizu] Φάρασ. Παθ. ζοριζιέμι [zoriˈzʝemi] Μισθ. Από το ουσ. ζόρι και το παραγωγ. επίθμ. -ίζω. Πβ. νεότ. ζουρίζω = δυσκολεύομαι, υποφέρω (Mackridge 2021: 28).
1. Προξενώ δυσκολίες ό.π.τ.
β.
2. Εξαναγκάζω, καταπιέζω κάποιον να κάνει κάτι που δεν θέλει Μισθ. : Να γενώ παραλής, να έχου πιο πολλά παράϊα ογώ, να μη ζοριστώ να ντουλέψου πιο πολύ ογώ (να γίνω πλούσιος, να έχω εγώ πολλά χρήματα, να μην εξαναγκαστώ να δουλέψω πολύ εγώ) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Συνών. ζορίζω :2