ζομ
(ουσ. ουδ.)
ζομ
[zom]
Μισθ.
ζοόμ
[zoˈom]
Μισθ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. zom= βαριοπούλα.
Βαριοπούλα
ό.π.τ.
:
Φάισι δου μι ντου ζοόμ
(Βάρα το με την βαριοπούλα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Φρ.
Γένη 'αν ντου ζομ
(Έγινε σαν την βαριοπούλα˙ περπατά απερίκσεπτα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ζομ ζομ παίν'
(Πηγαίνει βαριοπούλα βαριοπούλα˙ το ίδιο)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ