ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζομ (ουσ. ουδ.) ζομ [zom] Μισθ. ζοόμ [zoˈom] Μισθ. Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. zom= βαριοπούλα.
Βαριοπούλα ό.π.τ. : Φάισι δου μι ντου ζοόμ (Βάρα το με την βαριοπούλα) Μισθ. -Κοτσαν. || Φρ. Γένη 'αν ντου ζομ (Έγινε σαν την βαριοπούλα˙ περπατά απερίκσεπτα) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Ζομ ζομ παίν' (Πηγαίνει βαριοπούλα βαριοπούλα˙ το ίδιο) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ