ζιρλαΐζω
(ρ.)
ζιρλαΐζου
[zirlaˈizu]
Μισθ.
Από τον αόρ. του τουρκ. ρ. zırlamak = α) κλαψουρίζω β) διαλεκτ., φωνάζω, γκαρίζω.
Για γάιδαρο, γκαρίζω