ζίλι
(ουσ. ουδ.)
ζίλι
[ˈzili]
Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ.
ζίλ'
[zil]
Αξ., Μαλακ.
Από το τουρκ. περιληπτ. ουσ. zil = α) πιατίνι-κύμβαλο σε ντέφι ή αυτόνομο β) γκονγκ γ) κουδούνι πόρτας.
1. Μουσικό πιατίνι-κύμβαλο χορευτή, ζίλια
ό.π.τ.
:
'ντουν φόρουσιν ντα ζίλια σα χέρια τ’, χόριψιν
(Όταν φόρεσε τα ζίλια στα χέρια του, χόρεψε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Παίζ' με τα ζίλια
(Χορεύει με τα κρόταλα)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Συνών.
τσύμπαλο
2. Κουδούνι που παρήγε υψηλό ήχο, για τον λαιμό του ζώου
Μισθ.