ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζίλι (ουσ. ουδ.) ζίλι [ˈzili] Μισθ., Σινασσ., Τσαρικ., Φάρασ., Φλογ. ζίλ' [zil] Αξ., Μαλακ. Από το τουρκ. περιληπτ. ουσ. zil = α) πιατίνι-κύμβαλο σε ντέφι ή αυτόνομο β) γκονγκ γ) κουδούνι πόρτας.
1. Μουσικό πιατίνι-κύμβαλο χορευτή, ζίλια ό.π.τ. : 'ντουν φόρουσιν ντα ζίλια σα χέρια τ’, χόριψιν (Όταν φόρεσε τα ζίλια στα χέρια του, χόρεψε) Μισθ. -Κοτσαν. Παίζ' με τα ζίλια (Χορεύει με τα κρόταλα) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 Συνών. τσύμπαλο
2. Κουδούνι που παρήγε υψηλό ήχο, για τον λαιμό του ζώου Μισθ.