ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζιγιάνι (ουσ. ουδ.) ζιγιάνι [ziˈʝani] Σίλ. ζι-άνι [ziˈani] Τσουχούρ., Φάρασ. ζι-άν' [ziˈan] Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Τροχ., Φλογ. ζι-ά [ziˈa] Δίλ. ζι-ανού [ziaˈnu] Σίλ. Πληθ. ζι-ένια [ziˈeɲa] Σίλ. Από το τουρκ. ουσ. ziyan = ζημιά, βλάβη.
Ζημιά, βλάβη ό.π.τ. : Μι ντ' αραbά γένη ζι-άν (Έπαθε ζημιά με το κάρο) Μισθ. -Κοτσαν. Αρραβωνιαστικό τ' έπαθι ένα ζι-άν (Ο αρραβωνιαστικός της έπαθε μιά ζημιά) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Αν πατήσ’ λοχούσα σ̑άνουν ζι-άνια (Αν πατήσει έξω η λεχώνα γίνονται ζημιές) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Γιάι να δου ποίκου ζι-άν; Τι μι φταίει ιντσ̑άνους; (Γιατί να του κάνω ζημιά; Τι μου φταίει ο άνθρωπος;) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Zι-ανού σε νά 'νει (Θα γίνει ζημιά) Σίλ. -ΚΜΣ-ΛΚ6 Σάνισ̑καν πολλά ζιάνια και γράμματα δε μαθαίνισ̑καν (Έκαναν πολλές ζημιές και γράμματα δε μάθαιναν, ενν. τα παιδιά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Ετό ποίκεν πολλά ζι-ένια, ζιενκ͑έρ (Αυτός έκανε πολλές ζημιές, (ήταν) άτακτος) Τροχ. -ΙΛΝΕ 1555 || Φρ. Ζάζω ζι-άν' (Κάνω ζημιά˙ βλάπτω) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Σ̑άνου ζι-άν (Κάνω ζημιά˙ το ίδιο) Μισθ. -Κοτσαν. || Παροιμ. Το ντε με ζάσ̑' ζι-άν άρωπος, ας γιασαντι̂́σ̑' εκατό χρόνια (Ο άνθρωπος που δεν μου προκαλεί ζημιά, ας ζήσει εκατό χρόνια˙ Προτροπή να μην κάνουμε κακό σε αυτούς που δεν μας βλάπτουν) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ζαράρι, κακό, τζερεμές :1, χάσιμο