ζιγιάνι
(ουσ. ουδ.)
ζιγιάνι
[ziˈʝani]
Σίλ.
ζι-άνι
[ziˈani]
Τσουχούρ., Φάρασ.
ζι-άν'
[ziˈan]
Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
ζι-ά
[ziˈa]
Δίλ.
ζι-ανού
[ziaˈnu]
Σίλ.
Πληθ.
ζι-ένια
[ziˈeɲa]
Σίλ.
Από το τουρκ. ουσ. ziyan = ζημιά, βλάβη.
Ζημιά, βλάβη
ό.π.τ.
:
Μι ντ' αραbά γένη ζι-άν
(Έπαθε ζημιά με το κάρο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Αρραβωνιαστικό τ' έπαθι ένα ζι-άν
(Ο αρραβωνιαστικός της έπαθε μιά ζημιά)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Αν πατήσ’ λοχούσα σ̑άνουν ζι-άνια
(Αν πατήσει έξω η λεχώνα γίνονται ζημιές)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Γιάι να δου ποίκου ζι-άν; Τι μι φταίει ιντσ̑άνους;
(Γιατί να του κάνω ζημιά; Τι μου φταίει ο άνθρωπος;)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Zι-ανού σε νά 'νει
(Θα γίνει ζημιά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Σάνισ̑καν πολλά ζιάνια και γράμματα δε μαθαίνισ̑καν
(Έκαναν πολλές ζημιές και γράμματα δε μάθαιναν, ενν. τα παιδιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Ετό ποίκεν πολλά ζι-ένια, ζιενκ͑έρ
(Αυτός έκανε πολλές ζημιές, (ήταν) άτακτος)
Τροχ.
-ΙΛΝΕ 1555
|| Φρ.
Ζάζω ζι-άν'
(Κάνω ζημιά˙ βλάπτω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σ̑άνου ζι-άν
(Κάνω ζημιά˙ το ίδιο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
|| Παροιμ.
Το ντε με ζάσ̑' ζι-άν άρωπος, ας γιασαντι̂́σ̑' εκατό χρόνια
(Ο άνθρωπος που δεν μου προκαλεί ζημιά, ας ζήσει εκατό χρόνια˙ Προτροπή να μην κάνουμε κακό σε αυτούς που δεν μας βλάπτουν)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
ζαράρι, κακό, τζερεμές :1, χάσιμο