ζαράρι
(ουσ. ουδ.)
ζαράρι
[zaˈrari]
Σίλ., Φάρασ.
ζαράρ'
[zaˈrar]
Αραβαν., Ουλαγ.
ζαράλ'
[zaˈral]
Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. zarar = βλάβη, ζημία. Ο τύπ. ζαράλ' με ανομ. υγρών.
Ζημιά, βλάβη
ό.π.τ.
:
'γώ σας ζαράρι τζ̑ο φτένω
(Εγώ σε εσάς ζημιά δεν κάνω)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Φρ.
Ζαράρ ντεν έχ'
(Ζημιά δεν έχει˙ Δεν πειράζει)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Το κεσκίν τ' οξ̑ίρ' σο σκεύος-ι-τ' ζάσ̑ ζαράρ'
(Το δυνατό ξύδι στο σκεύος του κάνει ζημιά˙ όποιος θυμώνει πολύ, κάνει κακό στον εαυτό του)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
|| Παροιμ.
Το κλεμμένο το ιβάρι σο γαϊρίδι έσ̑ει ζαράρι
(Το κλεμμένο το καπίστρι κάνει ζημιά στο γαϊδούρι˙ ένα μικρό χρέος μπορεί να οδηγήσει σε ολική χρεωκοπία)
Φάρασ.
-Κελεκ.
Συνών.
ζιγιάνι, κακό :2, τζερεμές, χάσιμο