ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζαράρι (ουσ. ουδ.) ζαράρι [zaˈrari] Σίλ., Φάρασ. ζαράρ' [zaˈrar] Αραβαν., Ουλαγ. ζαράλ' [zaˈral] Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. zarar = βλάβη, ζημία. Ο τύπ. ζαράλ' με ανομ. υγρών.
Ζημιά, βλάβη ό.π.τ. : 'γώ σας ζαράρι τζ̑ο φτένω (Εγώ σε εσάς ζημιά δεν κάνω) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Ζαράρ ντεν έχ' (Ζημιά δεν έχει˙ Δεν πειράζει) Ουλαγ. -Κεσ. Το κεσκίν τ' οξ̑ίρ' σο σκεύος-ι-τ' ζάσ̑ ζαράρ' (Το δυνατό ξύδι στο σκεύος του κάνει ζημιά˙ όποιος θυμώνει πολύ, κάνει κακό στον εαυτό του) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. || Παροιμ. Το κλεμμένο το ιβάρι σο γαϊρίδι έσ̑ει ζαράρι (Το κλεμμένο το καπίστρι κάνει ζημιά στο γαϊδούρι˙ ένα μικρό χρέος μπορεί να οδηγήσει σε ολική χρεωκοπία) Φάρασ. -Κελεκ. Συνών. ζιγιάνι, κακό :2, τζερεμές, χάσιμο