ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζαρζάρα (ουσ. θηλ.) ζαρζάρα [zarˈzara] Φάρασ. Ηχοπ. λ., πβ. και τουρκ. διαλεκτ. επίρρ. zar zar = για κουβέντα, ασταμάτητα.
Τζίτζικας, τζιτζίκι : || Παροιμ. Την άνοιξη βγκαίνεις στο Γαφτάγι, τραγωδάς ανdί ζαρζάρα· αρα̈́ το σ̑ειμώ πάλι ανdί τουρτούρα τουρτουρεύ', έρτσ̑εσαι 'υρεύ' να φας (Το καλοκαίρι βγαίνεις στο βουνό, τραγουδάς σαν τζιτζίκι· ύστερα όμως τον χειμώνα τουρτουρίζεις σαν κάμπια, έρχεσαι και ζητάς να φας˙ για τους μη προνοητικούς ανθρώπους) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. τσιριχτής :1, τσιρλαγάνα :1