ζαχμέτι
(ουσ. ουδ.)
ζαχμέτ'
[zaxˈmet]
Ουλαγ., Φλογ.
ζαχμέτσ̑ι
[zaxˈmetʃi]
Σίλ.
ζαχμέσ̑'
[zaxˈmeʃ]
Αραβαν.
ζαχμάτ'
[zaxˈmat]
Μισθ., Τσαρικ.
ζαχμάτσ̑ι
[zaxmatʃi]
Σίλ.
Nεότ. ουσ. ζαχμέτι (Mackridge 2021: 27), το οπ. από το τουρκ. ουσ. zahmet = α) κόπος, μόχθος β) ταλαιπωρία.
Κόπος, ταλαιπωρία
ό.π.τ.
:
Μποίκι να ζαχμάτ', τσ' φέρ’ μι λία ξύλα
(Κάνε έναν κόπο και φέρε μου λίγα ξύλα)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Mη ποίκεις ζαχμέτσ̑ι
(Μην κάνεις τον κόπο)
Σίλ.
-Dawk.
Όσο κι αν με γκρέψιτ', το ζαχμέσ̑' σας να χάητ'
(Όσο κι αν με γυρέψετε, τον κόπο σας θα χάσετε)
Αραβαν.
-Φωστ.
Άλλου ρε σε σας ποίσω ζαχμάτσ̑α
(Δεν θα σας κουράσω άλλο)
Σίλ.
-Καρίπ.
Γιαbανιού ντου ζαχμάτ'
(Η ταλαιπωρία της ξενιτιάς)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Σο βαπόρ' πολύ ζαχμέτ' ταυρήσαμε
(Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ στο βαπόρι)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β