ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζαχμέτι (ουσ. ουδ.) ζαχμέτ' [zaxˈmet] Ουλαγ., Φλογ. ζαχμέτσ̑ι [zaxˈmetʃi] Σίλ. ζαχμέσ̑' [zaxˈmeʃ] Αραβαν. ζαχμάτ' [zaxˈmat] Μισθ., Τσαρικ. ζαχμάτσ̑ι [zaxmatʃi] Σίλ. Nεότ. ουσ. ζαχμέτι (Mackridge 2021: 27), το οπ. από το τουρκ. ουσ. zahmet = α) κόπος, μόχθος β) ταλαιπωρία.
Κόπος, ταλαιπωρία ό.π.τ. : Μποίκι να ζαχμάτ', τσ' φέρ’ μι λία ξύλα (Κάνε έναν κόπο και φέρε μου λίγα ξύλα) Μισθ. -Κοτσαν. Mη ποίκεις ζαχμέτσ̑ι (Μην κάνεις τον κόπο) Σίλ. -Dawk. Όσο κι αν με γκρέψιτ', το ζαχμέσ̑' σας να χάητ' (Όσο κι αν με γυρέψετε, τον κόπο σας θα χάσετε) Αραβαν. -Φωστ. Άλλου ρε σε σας ποίσω ζαχμάτσ̑α (Δεν θα σας κουράσω άλλο) Σίλ. -Καρίπ. Γιαbανιού ντου ζαχμάτ' (Η ταλαιπωρία της ξενιτιάς) Τσαρικ. -Καραλ. Σο βαπόρ' πολύ ζαχμέτ' ταυρήσαμε (Ταλαιπωρηθήκαμε πολύ στο βαπόρι) Φλογ. -ΚΜΣ-Έξοδος Β