ζέμμι
(ουσ.)
ζέμ-μι
[ˈzemmi]
Αραβαν.
ζέμ'
[zem]
Αραβαν.
ζα̈́μbι
[ˈzæmbi]
Φάρασ.
Από το τουρκ. ουσ. zem (zemmi) = επίκριση.