ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζέμμι (ουσ.) ζέμ-μι [ˈzemmi] Αραβαν. ζέμ' [zem] Αραβαν. ζα̈́μbι [ˈzæmbi] Φάρασ. Από το τουρκ. ουσ. zem (zemmi) = επίκριση.
Μομφή, κατηγορία ό.π.τ. : Χεού το ζέμ-μι μη το ζάεις! (Μην κατακρίνεις τον Θεό!) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. ιφτιρά, κόψιμο :3, παράπονο