ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζενγκί (ουσ.) ζενgί [zeŋˈɟi] Αραβαν., Σινασσ. Πληθ. ζανκούδια [zaŋˈkuðʝa] Σινασσ. Από το τουρκ. ουσ. üzengi = αναβολέας, όπου και διαλεκτ. τύπ. zengi.
Αναβολέας ό.π.τ.