ζενγκί
(ουσ.)
ζενgί
[zeŋˈɟi]
Αραβαν., Σινασσ.
Πληθ.
ζανκούδια
[zaŋˈkuðʝa]
Σινασσ.
Από το τουρκ. ουσ. üzengi = αναβολέας, όπου και διαλεκτ. τύπ. zengi.
Αναβολέας
ό.π.τ.