ζεμπερέκι
(ουσ. ουδ.)
ζεμbερέκι
[zembeˈreci]
Ανακ., Φάρασ.
ζεμbερέκ'
[zembeˈrec]
Μαλακ., Σινασσ., Τροχ.
ζα̈μbα̈ρα̈́κι
[zæmbæˈræci]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. ουσ. zemberek = α) ελατήριο β) πόμολο.
1. Καρφωτό πόμολο πόρτας
ό.π.τ.