ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ζεμπερέκι (ουσ. ουδ.) ζεμbερέκι [zembeˈreci] Ανακ., Φάρασ. ζεμbερέκ' [zembeˈrec] Μαλακ., Σινασσ., Τροχ. ζα̈μbα̈ρα̈́κι [zæmbæˈræci] Αφσάρ. Από το τουρκ. ουσ. zemberek = α) ελατήριο β) πόμολο.
1. Καρφωτό πόμολο πόρτας ό.π.τ.
2. Μεντεσές Τροχ. Συνών. μεντεσές