ζερβά
(επίρρ.)
ζερβά
[zerˈva]
Αξ.
ζεβρά
[zeˈvra]
Αξ., Μαλακ.
ζεβριά
[zevˈrʝa]
Σίλατ., Φλογ.
ζεγριά
[zeɣˈrʝa]
Φλογ.
Nεότ. επίρρ. ζερβά, το οπ. από το μεσν. επίθ. ζερβός και το παραγωγ. επίθμ. -ά. Ο τύπ. ζεβρά με μετάθ. των [r] και [v].
Αριστερά
ό.π.τ.
:
Εώνα σα ζεβριά να πάω
(Εγώ στα αριστερά θα πάω)
Φλογ.
-Dawk.
|| Ασμ.
Δεξιά αν βρουν πιάνουν το, ζεβριά αν εύρουν δένουν το
(Δεξιά αν τον βρουν τον πιάνουν, αριστερά αν τον βρουν τον δένουν)
Σίλατ.
-Χωλόπ.Μ.