ζεντζίρι
(ουσ. ουδ.)
ζενdζίρ'
[zenˈdzir]
Μαλακ., Μισθ., Τροχ., Τσαρικ.
ζ̑ανdζίρ'
[ʒanˈdzir]
Μισθ., Τσαρικ.
ζινdζί
[zinˈdzi]
Κίσκ., Τσαρικ.
Πληθ.
ζεdζ̑ίρια
[zeˈdʒirʝa]
Σίλ.
ζ̑ανdζίρια
[ʒanˈdzirʝa]
Τσαρικ.
Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. zincir = αλυσίδα, όπου και διαλεκτ. τύπ. zencir. Για την σημ. 2 πβ. την τουρκ. φρ. zincir kolye = περιδέραιο.
1. Αλυσίδα
ό.π.τ.
:
Έεις ζ̑ανdζίρ' 'ντάμα σ'
(Έχεις αλυσίδα μαζί σου)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Έτ'σαν του μι τα ζ̑ανdζίρια, έκουψιν δα, έτ'σαν δου μι δου ράμμα, πάλ' έκουψιν δου
(Τον έδεσαν με τις αλυσίδες, τις έκοψε, τον έδεσαν με το σκοινί, πάλι το έκοψε)
Τσαρικ.
-Καραλ.
Πηάγασαν το τζαναβάρι σο χασάπη, δέβασαν το ζινdζί σο κανdάρι, έβκην εκατόν εξήνdα χιάδα
(Πήγαν το θηρίο στον χασάπη, πέρασαν την αλυσίδα στην ζυγαριά, βγήκε εκατόν εξήντα οκάδες)
Κίσκ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Ντησμένου μι ντου ζ̑ανdζίρ'
(Δεμένος με την αλυσίδα˙ αλυσοδεμένος)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Συνών.
χαλκικά, αλυσίδι
2. Σιδερένιος χαλκάς με καρφιά στην εξωτερική του επιφάνεια τον οπ. περνούσαν στον λαιμό των τσοπανόσκυλων έτσι ώστε, αν αυτά μάχονταν με λύκο, ο τελευταίος να μην μπορεί να τα πνίξει
Μισθ.