αλυσίδι
(ουσ. ουδ.)
αλυσίδι
[aliˈsiði]
Φερτάκ., Φλογ.
'λυσίδι
[liˈsiði]
Τελμ.
Μεσν. ουσ. ἁλυσίδι, το οπ. από το μεταγν. ουσ. ἁλυσίδιον, υποκορ. του αρχ. ἅλυσις.
Αλυσίδα
:
Ζυγιός τα αλυσίδια
(Οι αλυσίδες της ζυγαριάς)
Φλογ.
|| Ασμ.
Διπλά δένουν τα σίδερα, τρίδιπλα τ' αλυσίδι
Φερτάκ.
-Αλεκτ.Άσμ.
Χήρα παιδίν ανέθρεψε, και λέν τον κυρ Πορφύρη,
σο 'μπα εζώσθην το ζωστρί, και σο 'βγα το 'λυσίδι (Μια χήρα ανέθρεψε ένα παιδί, και το φωνάζουν κυρ-Πορφύρη,
μπαίνοντας ζώστηκε τη ζώνη, και βγαίνοντας την αλυσίδα) Τελμ. -Lag. Συνών. ζεντζίρι :1, χαλκικά
σο 'μπα εζώσθην το ζωστρί, και σο 'βγα το 'λυσίδι (Μια χήρα ανέθρεψε ένα παιδί, και το φωνάζουν κυρ-Πορφύρη,
μπαίνοντας ζώστηκε τη ζώνη, και βγαίνοντας την αλυσίδα) Τελμ. -Lag. Συνών. ζεντζίρι :1, χαλκικά